Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Φοροδιαφυγή, διαφθορά και αντικειμενικά κριτήρια

Η σιωπή του οικονομικού επιτελείου σχετικά με τη φορολογική μεταρρύθμιση είναι ανησυχητική. Ουδείς από το οικονομικό επιτελείο έχει αναφερθεί σε αλλαγή του....
φορολογικού συστήματος.
Αντίθετα, μάλιστα, με όσα είπε σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο υφυπουργός Οικονομικών κ. Μαυραγάνης, το υπουργείο ετοιμάζει μια απλοποίηση του φορολογικού συστήματος όσον αφορά στον φόρο εισοδήματος και ένα ξεκαθάρισμα ώστε κάθε φορολογούμενος να γνωρίζει τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Καλά είναι αυτά, αλλά δεν είναι όσα περιμένουμε.
Τι περιμένουμε; Ενα νέο φορολογικό σύστημα που θα αποκλείει ή, τουλάχιστον, θα περιορίζει ασφυκτικά τη δυνατότητα των φοροφυγάδων να κλέβουν τους φόρους. Και αυτό το σύστημα μπορεί να υπάρξει μόνο μέσω των αντικειμενικών κριτηρίων και των κριτηρίων διαβίωσης. Κανένα άλλο σύστημα δεν θα είναι αποτελεσματικό διότι όταν εμπλέκεται ένας ανίκανος ή διεφθαρμένος φοροεισπρακτικός μηχανισμός με μια διεφθαρμένη φορολογικά κοινωνία, όπου η φοροδιαφυγή θεωρείται αυτονόητη, σχεδόν επαναστατική πράξη, δεν μπορεί να υπάρξει πάταξή της. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα και την επίπτωση που έχει στη φτώχεια και στην ύφεση, μπορούμε να δούμε μερικούς πολύ απλούς αριθμούς.
Το σύνολο των εισπραχθέντων (απολογιστικά) φόρων σε σχέση με το ΑΕΠ κάθε χώρας μάς δίνει μια πολύ καλή ένδειξη για το ύψος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα.
Στη Γερμανία το σύνολο των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν, το 2012, 40,6%. Αντίστοιχα στη Γαλλία 44,6%. Στην Ιταλία 42,6%, στη Φινλανδία 43,6%, στη Δανία 49%, στην Κύπρο 39,2%, στο Βέλγιο 46,8%, στην Αυστρία 43,4%, στη Σουηδία 47,9%, στην Αγγλία 39%, στην Πορτογαλία 37%, στη Νορβηγία 43,6% και στην Ελλάδα 30%. Αν είχαμε στην Ελλάδα χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές η διαφορά αυτή θα ήταν εξηγήσιμη. Δεν έχουμε, όμως, αλλά αντίθετα έχουμε υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και πολλούς έκτακτους φόρους. Συνεπώς η διαφορά από τις άλλες χώρες οφείλεται στη μη είσπραξη των φόρων, η οποία αποδίδεται κυρίως στη φοροδιαφυγή και στην αδυναμία είσπραξης εκ μέρους του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Η διαφορά αυτή είναι τεράστια. Αν συγκρίνουμε το ελληνικό 30% με το αμέσως υψηλότερο της Πορτογαλίας 37%, η απόκλιση είναι 7 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό σημαίνει με όρους ελληνικού ΑΕΠ (περίπου 200 δισ. ευρώ) ότι μας λείπουν φόροι 14 δισ. ευρώ. Αν συγκρίνουμε το ελληνικό 30% με το ιταλικό 42,6%, η διαφορά μεταφράζεται σε 12,6 ποσοστιαίες μονάδες ή 25,2 δισ. ευρώ.
Αν τώρα σκεφτούμε ότι τα νέα μέτρα που συμπεριέλαβε στον Προϋπολογισμό του 2013 ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας έχουν αξία 13 δισ. ευρώ, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι από την πάταξη της φοροδιαφυγής και μόνο τα χρήματα αυτά θα είχαν μαζευτεί και δεν θα χρειάζονταν ούτε μειώσεις μισθών και συντάξεων, ούτε επιπλέον φόροι.
Ολα τα δεινά που υποφέρουμε σήμερα οφείλονται αποκλειστικά και μόνο σε δύο παράγοντες: στη φοροδιαφυγή και στις σπατάλες του Δημοσίου που ανεβάζουν το έλλειμμα. Και καθώς το έλλειμμα καλύπτεται με δανεικά, ανεβαίνει το χρέος και έτσι φτάσαμε στο αίσχος που οδήγησε στο ΔΝΤ, στα μνημόνια και στην ύφεση.
Πρώτος στόχος της κυβέρνησης πρέπει να είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής και όλοι γνωρίζουν ότι με το υπάρχον φορολογικό σύστημα και τους υπάρχοντες μηχανισμούς στη δημόσια διοίκηση αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι επιλογή όλων των «κυβερνήσεων της κρίσης» ήταν μέχρι σήμερα να αυξάνουν τους φόρους σε όσους πληρώνουν, αδυνατώντας να εισπράξουν φόρους απ’ όσους κλέβουν. Ο υπουργός Οικονομικών πιστεύει στους ελέγχους και στις αυστηρές κακουργηματικές ποινές. Δεν θα διαφωνήσουμε ότι οι φοροφυγάδες πρέπει να τιμωρούνται με αυστηρότητα. Οπως αποδείχθηκε φέτος, όμως, οι έλεγχοι είναι περιορισμένοι και δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα και μπορεί οι φυλακές να γεμίζουν αλλά τα δημόσια ταμεία είναι άδεια. Συνεπώς οι έλεγχοι και οι ποινές δεν αρκούν. Χρειάζεται ένα άλλο σύστημα που να μη στηρίζεται στους εφοριακούς, που να μη χωρεί καμία αμφισβήτηση σχετικά με το ύψος του φόρου που πρέπει να πληρώσει ο καθένας, που να μη χρειάζεται ούτε ερμηνεία από την Εφορία, ούτε διαπραγμάτευση, που να αποκλείει την επαφή του εφοριακού με τον ελεύθερο επαγγελματία, την επιχείρηση ή τον φορολογούμενο.
Διότι σε αυτή την επαφή κρύβονται η διαφθορά και η φοροδιαφυγή. Το μόνο σύστημα που θα εξασφαλίσει την είσπραξη των φόρων είναι τα αντικειμενικά κριτήρια. Εάν δηλαδή για κάθε μαγαζί σε κάθε δρόμο υπάρχει ένα συγκεκριμένο ποσό φόρου που θα εισπράξει το κράτος ανάλογα με το αν είναι εστιατόριο, μπαρ, καφέ, ρουχάδικο, παπουτσίδικο ή κλειδαράδικο, τότε ο επιχειρηματίας-ενοικιαστής θα ξέρει ότι θα πρέπει να πληρώσει, για παράδειγμα, 10.000 φόρο ανεξαρτήτως του αν το μαγαζί του θα πάει καλά ή όχι. Ετσι, μπορεί να προϋπολογίσει τον φόρο και να τον βάλει στο business plan του μαγαζιού. Αν ο φόρος τού φαίνεται μεγάλος, μπορεί να διαλέξει άλλη περιοχή με χαμηλότερο φόρο. Στην ουσία, ούτε ταμειακή μηχανή δεν χρειάζεται και ακόμη και ο ΦΠΑ μπορεί να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο με αντικειμενικά κριτήρια και να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία.
Το ίδιο μπορεί να ισχύσει για τους γιατρούς, τους δικηγόρους και όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες. Υπάρχουν στο υπουργείο Οικονομικών πολλοί υπάλληλοι οι οποίοι έχουν πείρα δέκα, είκοσι ετών και αν τους ρωτήσεις, για παράδειγμα, πόσα βγάζει ένας γιατρός 55 ετών, ας πούμε ωτορινολαρυγγολόγος, καθηγητής ή υφηγητής, με ιατρείο 80 τ.μ. στον τάδε δρόμο του Κολωνακίου ή στα Πατήσια ή στους Αμπελόκηπους, να σου πουν με απόκλιση συν - πλην 5% ποιο είναι το εισόδημα του γιατρού. Η εμπειρία αυτή είναι πολύ χρήσιμη στον προσδιορισμό των αντικειμενικών κριτηρίων. Παράλληλα, οι έλεγχοι μπορούν να συνεχιστούν κυρίως μέσω των τεκμηρίων διαβίωσης. Μια βόλτα στα σπίτια των ακριβών γειτονιών να κάνουν οι εφοριακοί και να ρίξουν μια ματιά στα κουδούνια ώστε να διασταυρώσουν το εισόδημα που δηλώνει ο κάτοικος μπορεί να τους οδηγήσει στο να βγάλουν λαβράκια.
Γιατί δεν γίνονται λοιπόν αυτά τα απλά πράγματα; Διότι οι πολιτικοί δεν έχουν το θάρρος να συγκρουστούν με τη δημόσια διοίκηση, η οποία ασφαλώς και δεν θέλει τα αντικειμενικά κριτήρια, διότι τότε χάνει την ισχύ και το χρήμα που προέρχεται από τη συναλλαγή με τον πολίτη και τον φοροφυγά. Και η δημόσια διοίκηση είναι ισχυρότερη από τη βούληση του κάθε υπουργού ή της κάθε κυβέρνησης. Είναι ισχυρότερη διότι το πολιτικό σύστημα στηρίχθηκε στο ρουσφέτι, στην τοποθέτηση των «ημετέρων», στην αναξιοκρατία και τελικά συμμετέχει στο μοίρασμα της πίτας της διαφθοράς μαζί με τη δημόσια διοίκηση.
Προτιμούν λοιπόν οι κυβερνήσεις να επιβαρύνουν τον τίμιο φορολογούμενο με έκτακτους άδικους φόρους και να κόψουν μισθούς και συντάξεις παρά να χτυπήσουν τη διαφθορά στην καρδιά της, δηλαδή τη δημόσια διοίκηση. Και έτσι αποφεύγουν τις μεταρρυθμίσεις και διαλύουν την οικονομία, αδικώντας μονίμως τους έντιμους και αφήνοντας τους φοροφυγάδες να συνεχίζουν το πάρτι εις βάρος όλων.
[Του Γρ. Νικολόπουλου από protothema.gr]
defencenet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου